καταλειτουργέω

From LSJ
Revision as of 23:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλειτουργέω Medium diacritics: καταλειτουργέω Low diacritics: καταλειτουργέω Capitals: ΚΑΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΕΩ
Transliteration A: kataleitourgéō Transliteration B: kataleitourgeō Transliteration C: kataleitourgeo Beta Code: kataleitourge/w

English (LSJ)

Att. καταλῃτουργέω,

   A spend one's substance in bearing the public burdens, D.36.39:—Pass., prob. in Is.Fr.130 S. (= 29 T.); τὰ ἴδια πατρίδι Χρήματα BCH44.91 (Lagina).

German (Pape)

[Seite 1359] durch Liturgien, bei Verwalten von Staatsämtern u. Lasten aufwenden, verbrauchen, πολλὰ καταλελειτουργηκώς Dem. 36, 39.

Greek (Liddell-Scott)

καταλειτουργέω: δαπανῶ ἅπασαν τὴν περιουσίαν μου εἰς τὰς δημοσίας ὑπηρεσίας (λειτουργίας), Ἰσαῖ. 108. 29, Δημ. 956. 20· πρβλ. κατὰ E. VI.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
dépenser tous ses biens pour le service de l’État.
Étymologie: κατά, λειτουργέω.

Greek Monotonic

καταλειτουργέω: μέλ. -ήσω, δαπανώ όλη μου την περιουσία στην ανάληψη δημοσίων υπηρεσιών (λειτουργίαι), σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

καταλειτουργέω: атт. καταλῃτουργέω расходовать в порядке исполнения общественных обязанностей, тратить на общественные дела (πολλά Dem.).

Middle Liddell

fut. ήσω
to spend all one's substance in bearing the public burdens (λειτουργίαἰ, Dem.