σκοπιωρός

From LSJ
Revision as of 01:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοπιωρός Medium diacritics: σκοπιωρός Low diacritics: σκοπιωρός Capitals: ΣΚΟΠΙΩΡΟΣ
Transliteration A: skopiōrós Transliteration B: skopiōros Transliteration C: skopioros Beta Code: skopiwro/s

English (LSJ)

ὁ,

   A watcher, ibid., restd. in Alciphr.1.17.

German (Pape)

[Seite 903] der Späher auf der Warte, Kundschafter, Wächter, Philostr. imagg. 1, 13 Alciphr. 1, 17.

Greek (Liddell-Scott)

σκοπιωρός: ὁ, (ὤρα) φύλαξ, σκοπός, Φιλόστρ. 784, Ἀλκίφρ. 1. 17.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτ.
1. σκοπός που αποστέλλεται στην ξηρά για ανίχνευση χερσαίου ή θαλάσσιου τομέα που είναι αθέατος από τα αγκυροβολημένα σε όρμο πλοία, κν. βιγλαδόρος
2. ναύτης που εκτελεί υπηρεσία σε σταθμό σηματοδοσίας
αρχ.
σκοπός, φρουρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκοπιά, κατά το πυλωρός].

Greek Monotonic

σκοπιωρός: ὁ (ὤρα, Λατ. cura), φύλακας, φρουρός, σκοπός.

Middle Liddell

σκοπι-ωρός, οῦ, ὁ, [ὥρα, cura]
a watcher.