τεκνοῦς

From LSJ
Revision as of 01:52, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεκνοῦς Medium diacritics: τεκνοῦς Low diacritics: τεκνούς Capitals: ΤΕΚΝΟΥΣ
Transliteration A: teknoûs Transliteration B: teknous Transliteration C: teknoys Beta Code: teknou=s

English (LSJ)

οῦσσα, οῦν, contr. for τεκνόεις, εσσα, εν,

   A having children, ἄνανδρος ἢ τεκνοῦσσα (Brunck for τεκνοῦσα or τεκοῦσα) S.Tr.308 (v. παιδοῦς) ; οἶνον, ὃς . . τὰς γυναῖκας τεκνούσσας ποιεῖ Thphr.HP9.18.10, as cited by Ath.1.31f (τεκνούσας codd.Ath., ἀτέκνους codd.Thphr.); αἱ τεκνοῦσαι, opp. αἱ ἀειπάρθενοι, D.C.56.10 codd.

German (Pape)

[Seite 1083] οῦσσα, οῦν, statt τεκνόεις, εσσα, εν, Kinder habend, Soph. Trach. 308.

Greek (Liddell-Scott)

τεκνοῦς: οῦσσα, οῦν, συνῃρ. ἀντὶ τεκνόεις, εσσα, εν, ἄναδρος ἡ τεκνοῦσα, ἡ τεκοῦσα, ἡ γεννήσασα (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Brunck), Σοφ. Τρ. 308, ἔνθα ὁ Σχολ. μνημονεύει γραφ. παιδοῦσσα ἐκ τοῦ Καλλ.

French (Bailly abrégé)

οῦσσα, οῦν :
qui a des enfants.
Étymologie: τέκνον.

Greek Monolingual

-οῦσσα, -οῦν και τεκνόεις, -εσσα, -εν, Α
αυτός που έχει πολλά παιδιά, πολύτεκνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + κατάλ. -οῦς (< -όεις με συναίρεση, βλ. και λ. -όεις)].

Greek Monotonic

τεκνοῦς: -οῦσσα, -οῦν, συνηρ. αντί τεκνόεις, -εσσα, -εν, που έχει γεννήσει παιδιά, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

τεκνοῦς: οῦσσα, οῦν имеющий детей Soph.

Middle Liddell

τεκνοῦς, οῦσσα, οῦν, ξοντρ. φορ τεκνόεις, εσσα, εν
having borne children, Soph.