ὑδατοπότης
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
English (LSJ)
ου, ὁ,
A water-drinker, Phryn.Com.69; cf. ὑδροπότης.
German (Pape)
[Seite 1172] ὁ, der Wassertrinker, Ath. II, 44.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδᾰτοπότης: ὁ, ὁ πίνων ὕδωρ, ἴδε ὑδροπότης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
buveur d’eau.
Étymologie: ὕδωρ, πίνω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο υδροπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + -πότης (< πότης < πίνω), πρβλ. οινο-πότης.
Greek Monotonic
ὑδᾰτοπότης: ὁ, αυτός που πίνει νερό, πότης νερού.