τρυγηφόρος

From LSJ
Revision as of 02:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠγηφόρος Medium diacritics: τρυγηφόρος Low diacritics: τρυγηφόρος Capitals: ΤΡΥΓΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: trygēphóros Transliteration B: trygēphoros Transliteration C: trygiforos Beta Code: trughfo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bearing corn or grapes, h.Ap. 529.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγηφόρος: -ον, ὁ φέρων καρπούς, ἰδίως σταφυλάς, καρποφόρος, οἰνοφόρος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 529.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit des récoltes, du vin.
Étymologie: τρύγη, φέρω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που παράγει δημητριακά και φρούτα, κυρίως σταφύλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύγη + -φόρος (< φέρω)].

Greek Monotonic

τρῠγηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει καρπούς, ιδίως σταφύλια, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

τρῠγηφόρος: приносящий плоды или урожайный (αἶα HH).

Middle Liddell

τρῠγη-φόρος, ον, φέρω
bearing fruits, esp. wine, Hhymn.