φθόνησις

From LSJ
Revision as of 02:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθόνησις Medium diacritics: φθόνησις Low diacritics: φθόνησις Capitals: ΦΘΟΝΗΣΙΣ
Transliteration A: phthónēsis Transliteration B: phthonēsis Transliteration C: fthonisis Beta Code: fqo/nhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A jealous refusal, S.Tr.1212.

German (Pape)

[Seite 1272] ἡ, das Beneiden, Mißgönnen, übh. = φθόνος, φορᾶς γέ τοι φθόνησις οὐ γενήσεται Soph. Tr. 1202.

Greek (Liddell-Scott)

φθόνησις: -εως, ἡ, ἄρνησις, φθορᾶς γέ τοι φθόνησις οὐ γενήσεται (μόνον ἐν) Σοφ. Τραχ. 1212.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
c. φθόνος.
Étymologie: φθονέω.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α φθονῶ
άρνηση που οφείλεται στο αίσθημα του φθόνου.

Greek Monotonic

φθόνησις: -εως, ἡ, φθονερή άρνηση, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

φθόνησις: εως ἡ Soph. = φθόνος.

Middle Liddell

φθόνησις, εως,
a jealous refusal, Soph.