Λάμαχος

From LSJ
Revision as of 03:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source

Greek (Liddell-Scott)

Λάμᾰχος: [ᾱ], -ον, πρόθυμος εἰς μάχην, γνωστὸς τις Ἀθηναῖος μετὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ ὁποίου, ἀρέσκεται νὰ παίζῃ ὁ Ἀριστοφάνης, πρβλ. κλαυσίμαχος. (Πιθ. ἐκ τοῦ λᾱ-, μάχομαι, Ἡσύχ.· ἀλλ’ ὅμως ἀξία προσοχῆς καὶ ἡ ἐτυμολογία ἐκ τοῦ λαός, μάχη, ὡς τὸ λᾱγέτης, = πρόμαχος τοῦ λαοῦ).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
Lamachos « très-guerrier » :
1 général athénien;
2 autres.
Étymologie: λα-, μάχομαι.

Middle Liddell

Λά-¯μᾰχος, ον [λα-, μάχομαι
eager-for-fight, a well-known Athenian general, Ar., Thuc.