Λάρισα

From LSJ
Revision as of 03:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λάρισα Medium diacritics: Λάρισα Low diacritics: Λάρισα Capitals: ΛΑΡΙΣΑ
Transliteration A: Lárisa Transliteration B: Larisa Transliteration C: Larisa Beta Code: *la/risa

English (LSJ)

ἡ (not Λάρισσα, v. Arc.77.14, IG9(2).60.5, 525.5, al., but Λαρισσέοις ib.9(2).6c3), Larissa, a name of many old Greek cities, Il.2.841, etc.; Pelasgic acc. to Str.9.5.19, 13.3.2: an Ion. form Λήρισαι (in Aeolis) occurs in Hdt.1.149; orig. it denoted a

   A citadel, such as the Larissa of Argos, St.Byz., Sch.A.R.1.40.    II Adj. Λᾱρῑσαῖος, α, ον, Larissaean, of or from Larissa, Th.2.22, X.HG 3.1.7, etc.; Ion. Ληρις- Hdt.9.1 and 58:—also Λαρίσιος and Λαρισηνός as epith. of Zeus, Str.9.5.19, 13.3.2.    2 Λᾱρῑσαῖοι ἑψητῆρες Larissaean pots for boiling, AP6.305 (Leon.); λᾱρῑσοποιοί for λαρισαιοποιοί, either makers of Larissaean pots, or makers of Larissaean citizens, of the δημιουργοί (magistrates), Gorg. ap. Arist.Pol.1275b30.

Greek (Liddell-Scott)

Λάρῑσα: [ᾱ], ἡ (οὐχὶ Λάρισσα, ἴδε Δινδ. ἐν Θησαυρ. Στεφ.)· - ὄνομα πολλῶν ἀρχαίων Ἑλληνικῶν πόλεων, Ἰλ., κτλ., δηλοῦν Πελασγικὴν ἀρχήν, Στράβ. 440, 620, κτλ.· πρβλ. Clinton F. H. 1. σ. 25· Ἰωνικός τις τύπος Λήρισαι (ἐν Αἰολίδι) ἀπαντᾷ παρ’ Ἡροδ. 1. 149· ὡσαύτως Λάρισα, ων, τά, Σωκρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 25· -ἐξ ἀρχῆς ἐσήμαινεν ἀκρόπολιν, οἵα ἡ Λάρισα τοῦ Ἄργους, Στέφ. Βυζ., Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 40. ΙΙ. ἐπίθ. Λᾱρῑσαῖος, α, ον, ἐκ Λαρίσης, Θουκ. 2. 22, Ξεν., κτλ.· Ἰων. Ληρισ- Ἡρόδ. 9. 1. καὶ 58. 2) ὡς οὐσιαστ., εἶδος χύτρας πρῶτον κατασκευασθείσης ἐν Λαρίσῃ, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 2, 2 (πρβλ τανάγρα, ταναγρίς)· τοιαῦται χύτραι ἐκαλοῦντο, Λαρισαῖοι ἑψητῆρες ὑπὸ Λεωνίδ. Ταρ. (Ἀνθ. Π. 6. 305)· καὶ οἱ κατασκευάζοντες αὐτάς, Λαρισοποιοὶ ἀντὶ Λαρισαιοποιοί, Ἀριστ. Πολιτ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Παρ’ Ἡσυχ. εὕρηται καὶ ὁ τύπος Λάρεισα.

French (Bailly abrégé)

mieux que Λάρισσα;
ης (ἡ) :
Larisa :
1 ville d’Asie Mineure;
2 ville de Thessalie (auj. Larissa).

Greek Monotonic

Λάρῑσα: [ᾱρ], ἡ,
I. όνομα πολλών αρχαίων Ελληνικών πόλεων, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· αρχικά, ακρόπολη, όπως η Λάρισα του Άργους.
II. 1. επίθ. Λᾱρῑσαῖος, , -ον, αυτός που προέρχεται από τη Λάρισα, σε Θουκ., κ.λπ.· Ιων. Ληρισσ-, σε Ηρόδ.
2. ως ουσ., είδος χύτρας που πρωτοκατασκευάστηκε στη Λάρισα, σε Αριστ.

Middle Liddell

Λά¯ρῑσα, ἡ,
Larissa, a name of many old Greek cities, Il., etc.:—orig. it denoted a citadel, such as the Larissa of Argos.