λαιμαργία

From LSJ
Revision as of 03:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιμαργία Medium diacritics: λαιμαργία Low diacritics: λαιμαργία Capitals: ΛΑΙΜΑΡΓΙΑ
Transliteration A: laimargía Transliteration B: laimargia Transliteration C: laimargia Beta Code: laimargi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A gluttony, Pl.R.619b, Lg.888a, Epicur.Fr.471; ἡ περὶ τὴν τροφὴν λ. Arist.PA696b30.

German (Pape)

[Seite 7] ἡ, Gefräßigkeit, Plat. Rep. X, 619 b u. Sp.; ἡ περὶ τὴν τροφὴν λ. Arist. part. an. 4, 13.

Greek (Liddell-Scott)

λαιμαργία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Πολ. 619Β, Νόμ. 888Α· ἡ περὶ τὴν τροφὴν λ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 21.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gloutonnerie.
Étymologie: λαίμαργος.

Greek Monolingual

η (AM λαιμαργία) λαίμαργος
το να τρώγει κάποιος με απληστία, αχόρταγα, η αδηφαγία («ὑπὸ ἀφροσύνης τε καὶ λαιμαργίας οὐ πάντα ἱκανῶς ἀνασκεψάμενον ἑλέσθαι», Πλάτ.)
νεοελλ.
το να τρώγει κάποιος μεγάλη ποσότητα φαγητού γρήγορα και με έκδηλη ευχαρίστηση
μσν.
φρ. «κάμνω λαιμαργίαν» — δείχνομαι άπληστος, δείχνω απληστία.

Greek Monotonic

λαιμαργία: ἡ, αδηφαγία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

λαιμαργία: ἡ прожорливость, ненасытность, жадность (ἡδονῆς Plat.; περὶ τὴν τροφήν Arst.; λ. καὶ φιληδονία Plut.).

Middle Liddell

λαιμαργία, ἡ,
gluttony, Plat. [from λαίμαργος