λευκόθριξ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
German (Pape)
[Seite 34] -τριχος, weißhaarig; πλόκαμοι Eur. Bacch. 112; κριός, weißwollig, Ar. Av. 971, wie πρόβατα Strab. XVI, 784; auch ἵππος, Callim. Cer. 120.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ἢ λευκότριχος, ον, ἔχων λευκὰς τρίχας, «ἀσπρομάλλης», λευκότριχα κριὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 971· λευκοτρίχων πλοκάμων Εὐρ. Βάκχ. 112· -τριχες ἵπποι Καλλ. εἰς Δημ. 112· τῶν λευκοτρίχων Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσεως 5. 6, 9· λευκότριχα πρόβατα Στράβ. 784.
French (Bailly abrégé)
ότριχος (ὁ, ἡ)
1 à cheveux blancs;
2 p. anal. à crinière blanche ; à toison blanche.
Étymologie: λευκός, θρίξ.
Greek Monolingual
ο, η (AM λευκόθριξ, -τριχος)
βλ. λευκότριχος.
Greek Monotonic
λευκόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ ή λευκότρῐχος, -ον, αυτός που έχει λευκές τρίχες, ασπρομάλλης, σε Ευρ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
λευκόθριξ: τρῐχος adj. белорунный, белый (πλόκαμοι Eur.; κριός Arph.).
Middle Liddell
λευκό-θριξ, τρῖχος, ὁ, ἡ,
λευκότρῐχος, ον, white-haired, white, Eur., Ar.