μελλητής

From LSJ
Revision as of 03:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ᾽ ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ, τόδ᾽ ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων → Nothing has harmed humans more than the evil of money – money it is which destroys cities, money it is which drives people from their homes

Sophocles, Antigone, 295-297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελλητής Medium diacritics: μελλητής Low diacritics: μελλητής Capitals: ΜΕΛΛΗΤΗΣ
Transliteration A: mellētḗs Transliteration B: mellētēs Transliteration C: mellitis Beta Code: mellhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who delays or procrastinates, Th.1.70, Arist.EN1124b24, Procop.Goth.3.1.

German (Pape)

[Seite 125] ὁ, der Zögernde, Zauderer, Thuc. 1, 70; Arist. eth. 4, 8 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μελλητής: -οῦ, ὁ, ὁ βραδύνων, ἀργοπορῶν, διστάζων Θουκ. 1. 70, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 27.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui diffère toujours, temporisateur.
Étymologie: μέλλω.

Greek Monolingual

μελλητής, ὁ (Α) μέλλω
αυτός που χρονοτριβεί, που αργοπορεί να κάνει κάτι («καὶ ἀργὸν εἶναι καὶ μελλητήν», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

μελλητής: -οῦ, ὁ (μέλλω), αυτός που χρονοτριβεί, οκνηρός, σε Θουκ., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

μελλητής: οῦ ὁ нерешительно действующий, колеблющийся человек Thuc., Arst.

Middle Liddell

μελλητής, οῦ, ὁ, μέλλω
a delayer, loiterer, Thuc., Arist.