μηκασμός

From LSJ
Revision as of 03:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηκασμός Medium diacritics: μηκασμός Low diacritics: μηκασμός Capitals: ΜΗΚΑΣΜΟΣ
Transliteration A: mēkasmós Transliteration B: mēkasmos Transliteration C: mikasmos Beta Code: mhkasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A bleating, τραγοῦ, αἰγῶν, Plu.Sull.27, Poll.5.87.

German (Pape)

[Seite 171] ὁ, das Meckern der Ziegen, Blöken der Schaafe, Plut. qu. Rom. 111 Sull. 27.

Greek (Liddell-Scott)

μηκασμός: ὁ, τὸ μηκᾶσθαι, Λατ. balatus, Πλουτ. Σύλλ. 27, Πολυδ. Ε΄, 87.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
bêlement.
Étymologie: μηκάζω.

Greek Monolingual

ο (Α μηκασμός) μηκάζω
η φωνή τών προβάτων και τών αιγών, το βέλασμα («τράγου μηκασμῷ φωνὴν ἀφέντος», Πλούτ.).

Greek Monotonic

μηκασμός: ὁ, βέλασμα, Λατ. balatus, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μηκασμός: ὁ блеяние Plut.

Middle Liddell

μηκασμός, οῦ, ὁ, [from μηκάομαι
a bleating, Lat. balatus, Plut.