νύχευμα
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
English (LSJ)
ατος, τό,
A nightly watch, ποῦ νυχευμάτων χάρις; E.Supp.1136 (lyr., dub. l.).
German (Pape)
[Seite 271] τό, das Nachtwachen, Durchwachen, Eur. Suppl. 1135.
Greek (Liddell-Scott)
νύχευμα: [ῠ], τό, νυκτερινὴ φυλακή, νυχεία, Λατ. pervigilium, ποῦ νυχευμάτων χάρις; Εὐρ. Ἱκέτ. 1136.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
veille, veillée.
Étymologie: νυχεύω.
Greek Monolingual
νύχευμα, τὸ (Α) νυχεύω
διανυκτέρευση, αγρύπνια.
Greek Monotonic
νύχευμα: [ῠ], -ατος, τό, νυχτερινή σκοπιά, Λατ. pervigilium, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
νύχευμα: ατος (ῠ) τό ночное бдение, бессонная ночь Eur.
Middle Liddell
νύ˘χευμα, ατος, τό,
a nightly watch, Lat. pervigilium, Eur. [from νῠχεύω]