νύχευμα

From LSJ
Revision as of 04:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῠχευμα Medium diacritics: νύχευμα Low diacritics: νύχευμα Capitals: ΝΥΧΕΥΜΑ
Transliteration A: nýcheuma Transliteration B: nycheuma Transliteration C: nychevma Beta Code: nu/xeuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A nightly watch, ποῦ νυχευμάτων χάρις; E.Supp.1136 (lyr., dub. l.).

German (Pape)

[Seite 271] τό, das Nachtwachen, Durchwachen, Eur. Suppl. 1135.

Greek (Liddell-Scott)

νύχευμα: [ῠ], τό, νυκτερινὴ φυλακή, νυχεία, Λατ. pervigilium, ποῦ νυχευμάτων χάρις; Εὐρ. Ἱκέτ. 1136.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
veille, veillée.
Étymologie: νυχεύω.

Greek Monolingual

νύχευμα, τὸ (Α) νυχεύω
διανυκτέρευση, αγρύπνια.

Greek Monotonic

νύχευμα: [ῠ], -ατος, τό, νυχτερινή σκοπιά, Λατ. pervigilium, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νύχευμα: ατος (ῠ) τό ночное бдение, бессонная ночь Eur.

Middle Liddell

νύ˘χευμα, ατος, τό,
a nightly watch, Lat. pervigilium, Eur. [from νῠχεύω]