ξενολόγος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
(parox.), ον,
A enlisting mercenaries, Plb.1.32.1,5.63.9, D.S.14.62, Plu.Dio23 ; title of a comedy by Menander.
German (Pape)
[Seite 277] Fremde, Miethssoldaten auwerbend; Pol. 1, 32, 1; Plut. Dio 23.
Greek (Liddell-Scott)
ξενολόγος: -ον, ὁ στρατολογῶν μισθοφόρους, Πολύβ. 1. 32, 1., 5. 63, 9, Πλούτ. 23· ὄνομα κωμῳδίας τινὸς τοῦ Μενάνδρου.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui recrute des troupes étrangères ou mercenaires.
Étymologie: ξένος, λέγω².
Greek Monolingual
ξενολόγος, -ον (Α)
αυτός ο οποίος στρατολογεί ξένους μισθοφόρους στρατιώτες («ἔπεμψε δὲ καὶ ξενολόγους εἰς Πελοπόννησον μετὰ πολλῶν χρημάτων», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -λόγος].
Greek Monotonic
ξενολόγος: -ον (λέγω), αυτός που στρατολογεί μισθοφόρους, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
ξενολόγος: производящий набор иноземных наемников Polyb., Plut.