ὀροτύπος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A dashing down a mountain, ὕδωρ A.Th.85 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 386] = ὀρειτύπος, ὕδωρ, Aesch. Spt. 85; Phot. erkl. auch ὑλοτόμος. Vgl. ὀροιτύπος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀροτύπος: [ῠ], -ον, = ὀρειτύπος, ὕδωρ Αἰσχύλ. Θήβ. 85.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui bat le flanc d’une montagne (torrent).
Étymologie: ὄρος, τύπτω.
Greek Monolingual
ὀροτύπος, -ον (Α)
βλ. ορειτύπος.
Greek Monotonic
ὀροτύπος: [ῠ], -ον, αυτός που πηγάζει, που φέρεται από το βουνό, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὀροτύπος: (ῠ) плещущийся о гору, т. е. низвергающийся с горы (ὕδωρ Aesch.).
Middle Liddell
ὀρο-τύ˘πος, ον,
driven from the mountain, Aesch.