παλιντυχής
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ές,
A with a reverse of fortune, τριβὰ βίου A.Ag.464 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιντῠχής: -ές, ἔχων ἐναντίαν τὴν τύχην, δυστυχής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 464.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
dont la fortune a subi des vicissitudes, infortuné.
Étymologie: πάλιν, τύχη.
Greek Monolingual
παλιντυχής, -ές (Α)
αυτός που έχει κακή τύχη, δυστυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τυχής (< τύχη), πρβλ. ευ-τυχής].
Greek Monotonic
πᾰλιντῠχής: -ές (τύχη), αυτός που έχει αντίθετη τύχη, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλιντῠχής: полный превратностей, несчастный (τριβὰ βίου Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλιντυχής -ές [πάλιν, τύχη] met een ommekeer van het lot, ongelukkig.