πέπλωμα

From LSJ
Revision as of 05:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέπλωμα Medium diacritics: πέπλωμα Low diacritics: πέπλωμα Capitals: ΠΕΠΛΩΜΑ
Transliteration A: péplōma Transliteration B: peplōma Transliteration C: peploma Beta Code: pe/plwma

English (LSJ)

ατος, τό, in Trag.,

   A robe, garment, A.Th.1044, S.Tr.613, E.Supp.97, Trag.Adesp.42 ( = Ar.Ach.426).

German (Pape)

[Seite 560] τό, wie von πεπλόω, Umhüllung, Kleid, wie πέπλος; κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματος, Aesch. Spt. 1030, vgl. Suppl. 701; Soph. Trach. 610; πεπλώματ' οὐ θεωρικά, Eur. Suppl. 97; Ar. Ach. 401.

Greek (Liddell-Scott)

πέπλωμα: τό, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος πεπλόω, ἔνδυμα, περίβλημα, Αἰσχύλ. Θήβ. 1039, Σοφ. Τρ. 613, Εὐρ. Ἱκέτ. 97, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 246.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
voile, tissu, vêtement.
Étymologie: πέπλος.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ένδυμα, φόρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πλεύρωμα: πλευρόν)].

Greek Monotonic

πέπλωμα: -ατος, τό (όπως αν προερχόταν από το πεπλόω), ένδυμα, σε Τραγ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέπλωμα -ατος, τό [πέπλος] kleding, gewaad.

Russian (Dvoretsky)

πέπλωμα: ατος τό Trag. = πέπλος 2.

Middle Liddell

πέπλωμα, ατος, τό, [as if from πεπλόω]
a robe, Trag.