πολιώδης

From LSJ
Revision as of 05:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολιώδης Medium diacritics: πολιώδης Low diacritics: πολιώδης Capitals: ΠΟΛΙΩΔΗΣ
Transliteration A: poliṓdēs Transliteration B: poliōdēs Transliteration C: poliodis Beta Code: poliw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A greyish, whitish, Alex.Aphr.Pr.1.8, dub. l. in Luc. Alex.60.

German (Pape)

[Seite 657] ες, graulich, weißlich, Luc. Alex. 60.

Greek (Liddell-Scott)

πολιώδης: -ες, (πολιός, εἶδος) ἐπὶ ἀνδρός, ὁ κλίνων πρὸς τὸ πολιόν, ἀρχίζων νὰ ἀσπρίζῃ, Λουκ. Ἀλέξ. 60.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
grisonnant, qui blanchit.
Étymologie: πολιός, -ωδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α πολιός
αυτός που αρχίζει να γίνεται πολιός, που αρχίζει να ασπρίζει.

Greek Monotonic

πολιώδης: -ες (πολιός, εἶδος), γκριζόχρωμος, αυτός που αρχίζει να ασπρίζει, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

πολιώδης: седой, седовласый (ἰατρός Luc.).

Middle Liddell

πολι-ώδης, ες πολιός, εἶδος
grayish, whitish, Luc.