βλητός
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
ή, όν, (βάλλω)
A stricken, palsy-stricken, Hp.Acut.17, Coac. 394; smitten by disease, λεχωΐδες Call.Dian.127, cf. Cer.102. 2 v. βλητικόν.
German (Pape)
[Seite 449] ή, όν, geworfen, getroffen; bei Hippocr. vom Schlage gerührt; τὸ βλητόν, = βλητικόν, Ael. H. A. 3, 32.
Greek (Liddell-Scott)
βλητός: -ή, -όν, (βάλλω) βεβλημένος, προσβεβλημένος, Λατ. sideratus, Ἱππ. Ὀξ. 386. Κωακ. 182· κτυπηθεὶς ὑπὸ ἀσθενείας, προσβληθείς, λεχωΐδες Καλλ. εἰς Ἄρτ. 127, πρβλ. ὁ αὐτ. εἰς Δήμ. 102. ΙΙ. ὁ πλήττων· βλητὸν (ἐνν. ζῷον), τό, κτῆνος τὸ ὁποῖον πλήττει, ἀντίθ. τῷ δακετὸν Αἰλ. Ζ. Ι. 3. 32.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui frappe ; subst. τὸ βλητόν (ζῷον) ÉL animal qui blesse en frappant ou avec ses défenses.
Étymologie: adj. verb. de βάλλω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 golpeado esp. en medic. de enfermos que presentan hematomas como si hubieran recibido un golpe, Hp.Acut.17, en la peripneumonía, Hp.Coac.394, en la apoplejía, Hp.Morb.3.3, παιδίον βλητόν de un feto, Hp.Mul.1.78 (p.188), en una conmoción, Hp.Morb.2.8, cf. 25, de individuos muertos súbitamente por obra de Ártemis, Call.Dian.127, o de Apolo, Call.Cer.101, cf. Erot.Fr.55.
2 que puede ser golpeado o herido θνητῶν γε μὲν οὔ τινι β. ἦεν de Aquiles, Q.S.3.429.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α βλητός, -ή, -όν) βάλλω
αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βλήμα, να εκτοξευθεί
αρχ.
1. χτυπημένος
2. (για ζώα) ο βλητικός.