γαμήλευμα

From LSJ
Revision as of 06:18, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰμήλευμα Medium diacritics: γαμήλευμα Low diacritics: γαμήλευμα Capitals: ΓΑΜΗΛΕΥΜΑ
Transliteration A: gamḗleuma Transliteration B: gamēleuma Transliteration C: gamilevma Beta Code: gamh/leuma

English (LSJ)

τό,

   A = γάμος, A.Ch.624 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 472] τό, Ehe, Aesch. Ch. 616.

Greek (Liddell-Scott)

γαμήλευμα: τό, = γάμος, Αἰσχύλ. Χο. 624.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. γάμος.
Étymologie: γαμήλιος.

Spanish (DGE)

(γᾰμήλευμα) -ματος, τό
bodorrio despect. por esposa de Clitemestra δυσφιλὲς γ. A.Ch.624.

Greek Monolingual

γαμήλευμα, το (Α)
γάμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γαμήλιος.

Greek Monotonic

γαμήλευμα: -ατος, τό (γαμέω) = γάμος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

γᾰμήλευμα: ατος τό Aesch. = γάμος.

Middle Liddell

= γάμος, Aesch.] γαμέω

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαμήλευμα -ατος, τό [~ γαμήλιος huwelijk. Aeschl. Ch. 624.