γεραίτερος
From LSJ
Ἀκμὴ τὸ σύνολον οὐδὲν ἄνθους διαφέρει → Nil flore differt vegetus aetatis vigor → Des Lebens Blüte ist ganz wie der Blume Pracht
English (LSJ)
γεραίτατος, Comp. and Sup. of γεραιός (q. v.).
German (Pape)
[Seite 485] -τατος, compar. u. superl. zu γεραιός.
Greek (Liddell-Scott)
γεραίτερος: γεραίτατος, συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ γεραιός, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
v. γεραιός.
Greek Monotonic
γεραίτερος: γεραίτατος, συγκρ. και υπερθ. του γεραιός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γεραίτερος comp., zie γεραιός.