βρωμολόγος

From LSJ
Revision as of 06:22, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρωμολόγος Medium diacritics: βρωμολόγος Low diacritics: βρωμολόγος Capitals: ΒΡΩΜΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: brōmológos Transliteration B: brōmologos Transliteration C: vromologos Beta Code: brwmolo/gos

English (LSJ)

ον,

   A foul-mouthed, Luc.Pseudol.24.

German (Pape)

[Seite 467] Stinkreden führen, Luc. Pseudol. 24.

Greek (Liddell-Scott)

βρωμολόγος: -ον, ὁ βρωμεροὺς λόγους λέγων, αἰσχρολόγος, Λουκ. Ψευδολ. 24.

Spanish (DGE)

-ον
de habla fétida palabra ridiculizada por Luc.Pseudol.24.

Greek Monolingual

βρωμολόγος, -ον (Α)
αυτός που λέει βρόμικους λόγους, ο αισχρολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρώμος (II) + -λογος < λόγος.

Russian (Dvoretsky)

βρωμολόγος: ὁ сквернослов Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βρωμολόγος -ον βρῶμος: stank, λέγω ‘stinksprekend’.