misleiden
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
Dutch > Greek
διαπατάω, διαστρέφω, καταγοητεύω, κιβδηλεύω, κλέπτω, παράγω, παραγωγή, παρακρούω, παραλογίζομαι, παραπατάω, παραπαφίσκω, παρατροπέω, πλανάω, συγκλέπτω, σφάλλω, ψεύδω