παρατροπέω
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
= παρατρέπω, τί με ταῦτα παρατροπέων ἀγορεύεις; why tell me this, trying to lead me astray, to mislead me? Od.4.4.65, cf. A.R.3.946.
German (Pape)
[Seite 504] = παρατρέπω; οἶσθα γέρων, τί με ταῦτα παρατροπέων ἐρεείνεις; Od. 4, 465, von dem Rechten abwendend, täuschend, Hesych. erkl. παραλογιζόμενος. Bei Ap. Rh. 3, 946, λίσσεό μιν πυκινοῖσι παρατροπέων ἐπέεσσιν, = abwendend, wie παραπείθων.
French (Bailly abrégé)
seul. part. prés.
chercher à tromper par des discours.
Étymologie: παράτροπος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρατροπέω [παρατροπή] misleiden.
Russian (Dvoretsky)
παρατροπέω: (= παρατρέπω
6 сбивать с пути, т. е. обманывать (τινα Hom.).
English (Autenrieth)
(=παρατρεπω) met., mislead, Od. 4.465†.
Greek Monotonic
παρατροπέω: = παρατρέπω, τί με ταῦτα παρατροπέων ἀγορεύεις; γιατί μου το λες αυτό, προσπαθώντας να με παραπλανήσεις, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
παρατροπέω: παρατρέπω, τί με ταῦτα παρατροπέων ἀγορεύεις; Ὀδ. Δ. 465, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 946, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 16. 29.
Middle Liddell
= παρατρέπω
τί με ταῦτα παρατροπέων ἀγορεύεις; why tell me this, leading me astray? Od.