ronddraaien
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Dutch > Greek
διαστρέφω, κυκλέω, κυκλόω, περιδινέω, περιελίττω, περιθέω, περιπέλομαι, περιπολέω, περιστρέφω, περιτροπέω, περιφέρω, περιχωρέω, στρέφω, στροβέω, συστρέφω