τιθηνέομαι
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Greek Monotonic
τῐθηνέομαι:1. Μέσ., περιποιούμαι, περιθάλπω, διατρέφω ως τροφός, σε Θέογν., Ξεν.
2. διατηρώ, διατρέφω, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
τῐθηνέομαι:
1) кормить грудью (παῖδα νεογνόν HH): ἡ τιθηνουμένη Luc. кормилица;
2) няньчить, ласкать (τινα Xen.);
3) лелеять или взращивать (τοὺς Ἀδώνιδος κήπους Plut.);
4) покровительствовать: σεμνὰ τέλη θνατοῖσι τ. Soph. (о Деметре и Персефоне) помогать людям справлять мистерии.
Middle Liddell
[Mid.]
1. to nurse, suckle, tend as nurse, Theogn., Xen.
2. to keep up, maintain, Soph.