συντροχάζω

From LSJ
Revision as of 11:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντροχάζω Medium diacritics: συντροχάζω Low diacritics: συντροχάζω Capitals: ΣΥΝΤΡΟΧΑΖΩ
Transliteration A: syntrocházō Transliteration B: syntrochazō Transliteration C: syntrochazo Beta Code: suntroxa/zw

English (LSJ)

   A run together or with, LXX Ec.12.6, AP7.417 (Mel.), Anacreont.29.3, Plu.Ages.36, Plot.2.4.8:—also συντροχάω, Man.2.492.

Greek (Liddell-Scott)

συντροχάζω: ὡς τὸ συντρέχω, τρέχω ὁμοῦ, Ἀνθ. Π. 7. 417, Ἀνακρεόντ. 32. 3, Πλάτ. Ἀγησ. 36, κτλ.· ― καὶ συντροχάω, Μανέθων 2. 492.

French (Bailly abrégé)

c. συντρέχω.
Étymologie: σύν, τροχάζω.

Greek Monolingual

Α
τρέχω μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τροχάζω, άλλος τ. αντί του τρέχω.

Greek Monotonic

συντροχάζω: όπως το συντρέχω, τρέχω μαζί ή παραπλεύρως, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συντροχάζω:
1) бежать вместе, сбегаться (Anacr.; πρός τινα Plut.);
2) aor. присоединиться, быть вместе, (συντροχάσας Χάρισιν Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-τροχάζω met dat. samen rennen met. AP 7.417.4. abs. op elkaar af rennen. Plut.

Middle Liddell

like συντρέχω
to run together, Plut.