samenkomen
From LSJ
τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda
Dutch > Greek
συγγίγνομαι, συγκλείω, συγχωρέω, συμβαίνω, συμβάλλω, συμπαραγίγνομαι, συμπίπτω, συμπίτνω, συμφέρω, συμφοιτάω, συνάγω, συναντάω, συνάντομαι, σύνειμι, συνέρχομαι, συντυγχάνω, συρρήγνυμι, συστρέφω