ἀπερίληπτος
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
English (LSJ)
ον,
A uncircumscribed, ἐξουσία ἀ. absolute power, Plu.Pomp.25; indeterminate, Theol.Ar.58; not to be embraced or comprehended, λόγῳ Ph.2.24; ἐπιστήμῃ Iamb.VP29.159: abs., τῷ ἀ. τῆς δυνάμεως Plot.6.9.6, cf. Procl.Inst.150; incomprehensible, Iamb.Myst.1.7, Dam.Pr.7; ἀ. κατὰ τὸν ἀριθμὸν κόσμοι Gal.8.159, cf. A.D.Synt.5.14; indefinite (opp. infinite) οὐχ ἁπλῶς ἄπειροι ἀλλὰ μόνον ἀ. Epicur.Ep.1p.8U., cf.Placit. 1.3.8, Corn.ND9.
German (Pape)
[Seite 288] nicht umgrenzt, uneingeschränkt, ἐξουσία Plut. Pomp. 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίληπτος: -ον, ὁ μὴ περιλαμβανόμενος, μὴ περιοριζόμενος, ἀπεριόριστος, τὸ τῆς ἐξουσίας ἀπερίληπτον καὶ ἀόριστον Πλουτ. Πομπ. 25· ὅν δὲν δύναταί τις νὰ περιλάβῃ ἤ ἐννοήσῃ, ἀκατάληπτος, ἰδέαι ἀπερίληπτοι λόγῳ Φίλων 2. 24· συνώνυμον τῷ ἄπειρος, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 42, πρβλ. Πλούτ. 2. 883Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non circonscrit, sans limites.
Étymologie: ἀ, περιλαμβάνω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1neutr. subst. ilimitado τὸ τῆς ἐξουσίας ἀ. Plu.Pomp.25, τὸ ἀ. τῆς δυνάμεως Plot.6.9.6.
2 indeterminado παράδειγμα Theol.Arith.58.
II 1indefinible, incomprensible ἰδέαι ... ἀ. λόγῳ Ph.2.24, τὰ σωματικὰ ... ἄπειρά τε ὄντα καὶ ἐπιστήμῃ ἀπερίληπτα Iambl.VP 159
•abs. τὸ ἄπειρον Procl.Inst.93, cf. 150, Iambl.Myst.1.7, Dam.Pr.7, de Dios y la naturaleza divina, Origenes Princ.2.9.1, Epiph.Const.Haer.76.41, Gr.Naz.M.35.749C, Dion.Ar.CH M.3.329B, Basil.M.31.681A.
2 indefinido en cuanto al número, incontable καὶ τῶν μὲν ἀπλανῶν ... τὰ μὲν ἀκατονόμαστα ἡμῖν καὶ ἀ. Arat.Comm.318.17 (= Parm.A 40), (οἱ ἄνθρωποι) ἐπὶ μέρους εἰσὶν ἀναίσθητοι ἀ. καὶ ἄπεροι Placit.1.3.8, ἀ. ἐστι τὸ πλῆθος τῶν ... σχημάτων Hero Def.38, τὰ ἄτομα τῶν σωμάτων ... ἀπερίληπτά ἐστι Epicur.Ep.[2] 42, ἀ. ἀριθμὸς ἀνθρώπων Ph.1.352, αἱ τοιαῦται παραθέσεις σχεδὸν ἀ. εἰσι, πάμπολλοι οὖσαι A.D.Synt.5.14, κόσμοι ... ἀ. κατὰ τὸν ἀριθμόν Gal.8.159, ὀνομασίαι Corn.ND 9.
Greek Monolingual
ἀπερίληπτος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει όρια, απεριόριστος
2. ακατάληπτος, ακατανόητος
3. αόριστος.
Greek Monotonic
ἀπερίληπτος: -ον (περιλαμβάνω), αυτός που δεν μπορεί να υποβληθεί σε περιορισμό, απεριόριστος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπερίληπτος:
1) неограниченный (ἐξουσία Plut.);
2) беспредельный Epicur. ap. Diog. L.;
3) непостижимый (ἄλογος καὶ ἀ. Plut.).
Middle Liddell
περιλαμβάνω
uncircumscribed, Plut.