τροχάω
From LSJ
Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν → Ask, and it shall be given you; seek, and ye shall find; knock, and it shall be opened unto you (Matthew 7:7)
English (LSJ)
Ep. form of τροχάζω, Arat. 1105, APl.4.275 (Posidipp.), Anacreont.29.6, etc.; of the stars,
A revolve, Arat.227.
Greek (Liddell-Scott)
τροχάω: Ἐπικ. ἰσοδύναμος τύπος τοῦ τροχάζω, Ἀνακρεόντ. 32. 6, Ἄρατ. 1105, ελπ.· - ἐπὶ τῶν ἀστέρων, κινοῦμαι, περιστρέφομαι, Ἄρατ. 227.
English (Autenrieth)
only part., ἅμα τροχόωντα, running about after me, Od. 15.451†.
Greek Monolingual
(I)
Ν
βλ. τροχίζω.
(II)
Α τροχός ή τρόχος]
1. (επικ. τ.) τροχάζω
2. (για αστέρα) περιστρέφομαι.
Russian (Dvoretsky)
τροχάω: Anacr. = τροχάζω.