τρύγγας

From LSJ
Revision as of 12:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρύγγας Medium diacritics: τρύγγας Low diacritics: τρύγγας Capitals: ΤΡΥΓΓΑΣ
Transliteration A: trýngas Transliteration B: tryngas Transliteration C: tryggas Beta Code: tru/ggas

English (LSJ)

ὁ, v. l. for πύγαργος, Arist.HA593b5.

German (Pape)

[Seite 1155] ὁ, ein Vogel, Arist. H. A. 8, 3, zw.

Greek (Liddell-Scott)

τρύγγας: ὁ, διάφορ. γραφ. ἀντὶ πύγαργος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 13.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
είδος ζώου, ο πύγαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεωρείται ως δ. ή εσφ. τ. του πύγαργος.
(II)
ο, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία τών παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών τών γενών tringa και xenus της οικογένειας σκολοπακίδες.

Russian (Dvoretsky)

τρύγγας: ὁ тринг (вид неизвестного нам животного, v. l. к πύγαργος) Arst.