ψυχαγώγιον

From LSJ
Revision as of 12:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῡχᾰγώγιον Medium diacritics: ψυχαγώγιον Low diacritics: ψυχαγώγιον Capitals: ΨΥΧΑΓΩΓΙΟΝ
Transliteration A: psychagṓgion Transliteration B: psychagōgion Transliteration C: psychagogion Beta Code: yuxagw/gion

English (LSJ)

τό,

   A = ψυχομαντεῖον, a place where departed souls are conjured up, EM819.25.    II air-hole, ventilator in the shafts of mines, Thphr.Ign.24 (v.l. -εῖον).    III reservoir, reserve water-tank, AB317.

German (Pape)

[Seite 1402] τό, 1) ein Ort, wo man die abgeschiedenen Seelen heraufbeschwört u. befragt. – 2) ein Ort, der an sich zieht, anlockt, Sp. – 3) ein Luftloch in den Schachten der Bergwerke, durch das man frische Luft einläßt, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχᾰγώγιον: τό, ὡς τὸ ψυχομαντεῖον, τόπος ἔνθα αἱ ψυχαὶ τῶν τεθνεώντων ἀνακαλοῦνται καὶ ἐρωτῶνται, Ἐτυμ Μέγ. 819. 25. ΙΙ. ὀπὴ πρὸς ἀνακαίνισιν τοῦ ἀέρος, ἀεριστήριον, Λατ. spiraculum, Θεόφρ. π. Πυρός 24 (κ. ἀλλ. -εῖον).

Greek Monolingual

(I)
και ψυχαγωγεῑον, τὸ, Α ψυχαγωγός
τόπος όπου γινόταν επίκληση από τους μάντεις στα πνεύματα τών νεκρών, για να τους ρωτήσουν σχετικά με όσα έχουν συμβεί ή με όσα επρόκειτο να συμβούν στο μέλλον, ψυχομαντείο, νεκρομαντείο.
(II)
και ψυχαγωγεῑον, τὸ, Α
1. οπή μέσω της οποίας εισέρχεται ψυχρός αέρας στα μεταλλεία
2. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) δεξαμενή νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῦχος + -αγώγιον / -εῖον (< -αγωγός < ἄγω)].