ὀλίσθημα

From LSJ
Revision as of 17:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)")

Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλίσθημα Medium diacritics: ὀλίσθημα Low diacritics: ολίσθημα Capitals: ΟΛΙΣΘΗΜΑ
Transliteration A: olísthēma Transliteration B: olisthēma Transliteration C: olisthima Beta Code: o)li/sqhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A slip, fall, ὑγρὰ -ήματα ὑδάτων Pl.Ti.43c ; ὀ. γῆς place where a landslip has occurred, J.AJ15.10.3 ; so . without γῆς, Inscr.Prien.42.10,42 (ii B. C.) ; in moral sense, cause of slipping, Plu.2.49c.    2 luxation, Hp.Fract.14, Heliod. ap. Orib.49.9.16, Gal.19.460, etc.

German (Pape)

[Seite 323] τό, der Fehltritt, Fall; ὑδάτων, Plat. Tim. 43 c; Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλίσθημα: τό, «γλίστρημα», πτῶσις, Πλάτ. Τίμ. 43C· ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, Πλούτ. 2. 49C. 2) ἐξάρθρωσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827 κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
glissement, chute.
Étymologie: ὀλισθάνω.

Greek Monolingual

το (Α ὀλίσθημα) ολισθάνω
1. γλίστρημα και πτώσηὀλίσθημα ἐντέρου εἰς τὸ ὄσχεον», Πολυδ.)
2. σφάλμα ή παράπτωμα («η αποστασία του ήταν φοβερό ολίσθημα»)
αρχ.
εξάρθρωση.

Russian (Dvoretsky)

ὀλίσθημα: ατος τό
1) скользкое место, круча (κρημνῶν ὀλισθήματα Plut.): ὀλισθήματα ὑδάτων Plat. водная гладь;
2) перен. преткновение, источник гибели (πραγμάτων μεγάλων ὀ. καὶ νόσημα Plut.): τὰ καθ᾽ ἕκαστον ὀλισθήματα καὶ πάθη Plut. прегрешения и проступки отдельных лиц.