ὀλίσθημα
Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.
English (LSJ)
ατος, τό,
A slip, fall, ὑγρὰ -ήματα ὑδάτων Pl.Ti.43c ; ὀ. γῆς place where a landslip has occurred, J.AJ15.10.3 ; so ὀ. without γῆς, Inscr.Prien.42.10,42 (ii B. C.) ; in moral sense, cause of slipping, Plu.2.49c. 2 luxation, Hp.Fract.14, Heliod. ap. Orib.49.9.16, Gal.19.460, etc.
German (Pape)
[Seite 323] τό, der Fehltritt, Fall; ὑδάτων, Plat. Tim. 43 c; Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλίσθημα: τό, «γλίστρημα», πτῶσις, Πλάτ. Τίμ. 43C· ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, Πλούτ. 2. 49C. 2) ἐξάρθρωσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827 κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
glissement, chute.
Étymologie: ὀλισθάνω.
Greek Monolingual
το (Α ὀλίσθημα) ολισθάνω
1. γλίστρημα και πτώση («ὀλίσθημα ἐντέρου εἰς τὸ ὄσχεον», Πολυδ.)
2. σφάλμα ή παράπτωμα («η αποστασία του ήταν φοβερό ολίσθημα»)
αρχ.
εξάρθρωση.
Russian (Dvoretsky)
ὀλίσθημα: ατος τό
1) скользкое место, круча (κρημνῶν ὀλισθήματα Plut.): ὀλισθήματα ὑδάτων Plat. водная гладь;
2) перен. преткновение, источник гибели (πραγμάτων μεγάλων ὀ. καὶ νόσημα Plut.): τὰ καθ᾽ ἕκαστον ὀλισθήματα καὶ πάθη Plut. прегрешения и проступки отдельных лиц.