διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Full diacritics: Λᾱτογενής | Medium diacritics: Λατογενής | Low diacritics: Λατογενής | Capitals: ΛΑΤΟΓΕΝΗΣ |
Transliteration A: Latogenḗs | Transliteration B: Latogenēs | Transliteration C: Latogenis | Beta Code: *latogenh/s |
ές, Dor. for Λητογενής.
Λᾱτογενής: -ές, Δωρ. ἀντὶ Λητογενής.
dor. c. Λητογενής.
Λᾱτογενής: -ές, Δωρ. αντί Λητογενής.
Λᾱτο-γενής, ές [doric for Λητογενής.]