Νηρηΐς
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
or Νηρεΐς, ΐδος, ἡ,
A daughter of Nereus, sea-nymph (opp. Ναϊάς, spring-nymph): mostly in pl. Νηρηΐδες, Il.18.38, Pi.P.11.2; title of play by Anaxandrides, Ath.11.482c; Νηρεΐδες Alc.Supp.8.11, Pi.I. (6) 5.6, Q.S.2.436, title of play by Aeschylus; Att. Νηρῇδες A.Fr.174, S.OC719 (lyr.), E.Andr.1267, etc.; they were fifty in number, Hes.Th.264, Pi.I.6(5).6; their names are given, Il.18.39sqq., Hes.Th.243 sqq.: rare in sg., gen. Νηρηΐδος S.Fr.546, Alc. Com.4.
French (Bailly abrégé)
poét. c. Νηρεΐς.
Greek Monotonic
Νηρηΐς: ή Νηρεΐς, -ΐδος, ἡ, κόρη του Νηρέα, Νηρηίδα ή Νύμφη της θάλασσας· κυρίως στον πληθ., Νηρηΐδες, σε Όμηρ.· Νηρεΐδες, σε Ησίοδ.· Αττ. Νηρῇδες, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
Νηρηΐς: ΐδος, стяж. Νηρῇς, ῆδος ἡ v. l. = Νηρεΐς.