επικήδειος

From LSJ
Revision as of 11:10, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐπικήδειος, -ον)
αυτός που γίνεται ή λέγεται κατά την κηδεία, ο νεκρώσιμος (α. «επικήδειος λόγος» β. «ἄεισον ἐν δακρύοις ᾠδὰν ἐπικήδειον», Ευρ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο επικήδειος (λόγος)
νεκρώσιμη ομιλία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπικήδειον (μέλος)
θρηνητικό τραγούδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κήδειος (< κήδος «φροντίδα»)].