αστικός

From LSJ
Revision as of 11:10, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀστικός, -ή, -όν)
όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο άστυ, στην πόλη
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αστική τάξη
αρχ.
1. εκείνος που αγαπά τη ζωή της πόλης
2. ο καλλιεργημένος, ο πολιτισμένος
3. ως ουσ. ο αστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστ-υ (-εως) < αστός
η γραφή αστυ-κός (αντί αστ-ικός) είναι μεταγενέστερη].