χαρακτικός
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χαράκτη ή στην χάραξη εικόνων ή σχεδίων πάνω σε πέτρα, ξύλο ή μέταλλο
2. το θηλ. ως ουσ. η χαρακτική
α) η τέχνη του χαράκτη, η αποτύπωση επιγραφών, σχεδίων ή εικόνων σε μόνιμη μήτρα για την παραγωγή αντιτύπων
β) ιδιαίτερο καλλιτεχνικό είδος που βασίζεται στη φιλοτέχνηση έργων με την παραπάνω τεχνική
3. το ουδ. ως ουσ. το χαρακτικό έργο χαρακτικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαράσσω. Το θηλ. χαρακτική μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].