χαρακτικός

From LSJ
Revision as of 11:32, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χαράκτη ή στην χάραξη εικόνων ή σχεδίων πάνω σε πέτρα, ξύλο ή μέταλλο
2. το θηλ. ως ουσ. η χαρακτική
α) η τέχνη του χαράκτη, η αποτύπωση επιγραφών, σχεδίων ή εικόνων σε μόνιμη μήτρα για την παραγωγή αντιτύπων
β) ιδιαίτερο καλλιτεχνικό είδος που βασίζεται στη φιλοτέχνηση έργων με την παραπάνω τεχνική
3. το ουδ. ως ουσ. το χαρακτικό έργο χαρακτικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαράσσω. Το θηλ. χαρακτική μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].