μεσόγειος

From LSJ
Revision as of 11:35, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source

German (Pape)

[Seite 138] dasselbe, μεσόγεια, s. μεσόγαια.

Greek (Liddell-Scott)

μεσόγειος: ὁ, ἡ, ἀντὶ μεσόγαιος, εὕρηται ἐν πολλοῖς Ἀντιγράφοις.

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και -ος και μεσόγαιος, -α, -ο (Α μεσόγειος, -ον, θηλ. και μεσόγεια, μεσόγαιος, -ον, θηλ. και μεσόγαια, και μεσαίγεως, -ων, Α αττ. τ. μεσόγεως, -ων, επικ. τ. μεσσόγεως, -ων)
1. αυτός που βρίσκεται στην ξηρά, μακριά από τη θάλασσα, χερσαίος, στεριανός, ηπειρωτικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μεσόγεια και τα μεσόγαια
η ενδοχώρα
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Μεσόγεια
η περιοχή της Αττικής που βρίσκεται ανατολικά του Υμηττού
2. το θηλ. ως ουσ. η Μεσόγειος
η θάλασσα που βρίσκεται ανάμεσα στη νότια Ευρώπη, τη βόρεια Αφρική και τη δυτική Ασία
αρχ.
1. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ μεσόγεια, μεσόγαια, μεσόγειος και τὸ μεσόγαιον
το εσωτερικό μιας χώρας, η ενδοχώραἦσαν δὲ Πηδασέες οἰκέοντες ὑπὲρ Ἁλικαρνησσοῡ μεσόγαιαν», Ηρόδ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μεσόγεια
η ήπειρος
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Μεσόγειοι
οι κάτοικοι της ενδοχώρας της Αττικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -γειος και -γαιος και -γεως (< γη). Για τη μορφή του β' συνθετικού βλ. λ. γη].