δηλητήριο
From LSJ
Greek Monolingual
το (AM δηλητήριος, -ον)
ουσία που δηλητηριάζει
νεοελλ.
1. κάθε τι που προξενεί φθορά στον οργανισμό («ο καπνός είναι δηλητήριο»)
2. κάθε τι που έχει έντονα πικρή γεύση («αυτός ο καφές είναι δηλητήριο»)
3. για ιδέες, θεωρίες, λόγους, που συνεπάγονται δυσάρεστα αποτελέσματα («το δηλητήριο της συκοφαντίας»)
αρχ.
1. βλαβερός, επιβλαβής («δηλητήρια φάρμακα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το δηλητήριον
το φαρμάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δηλέομαι (Ι) κατά το αντίθετο του σωτήριος και όχι από το σπάνιο δηλητήρ.