κάλλιος
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Greek Monolingual
-α, -ο (Μ κάλλιος, -α, -ον)
1. καλύτερος, ανώτερος, προτιμότερος
2. (το ουδ. εν. και και πληθ. ως επίρρ.) κάλλιο και κάλλια και καλλιά
καλύτερα, προτιμότερα
νεοελλ.
1. φρ. «κάλλιο έχω» — προτιμώ
2. παροιμ. α) «κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι» — τα λίγα και ασφαλή είναι προτιμότερα από τα πολλά και αβέβαια
β) «κάλλιο αργά παρά ποτέ»
i) έκφραση ικανοποιήσεως για κάτι που άργησε να επιτευχθεί αλλά τελικά κατορθώθηκε
ii) ευχή για να γίνει κάτι έστω και αργά
μσν.
1. ωραιότερος
2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κάλλια
οι καλές συνήθειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. κάλλιον (Ι) του συγκριτικού βαθμού καλλίων του καλός.