καλυπτήριος

From LSJ
Revision as of 12:50, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Α καλυπτήριος, -ον) καλυπτήρ
νεοελλ.
1. ο χρήσιμος για κάλυψη («καλυπτήριο πρόχωμα»)
2. βιολ. φρ. α) «καλυπτήρια όργανα» — τα όργανα που καλύπτουν την επιφάνεια και τις κοιλότητες του σώματος
β) «καλυπτήριο σύστημα» — το περίβλημα του σώματος κάθε ζωντανού οργανισμού, το οποίο τον οριοθετεί και τον προστατεύει από το περιβάλλον του και ταυτόχρονα συντελεί στην επικοινωνία του με αυτό
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ καλυπτήριον
(γλώσσα) κάλυμμα, επίθεμα.