καλυπτήριος
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
Greek Monolingual
-α, -ο (Α καλυπτήριος, -ον) καλυπτήρ
νεοελλ.
1. ο χρήσιμος για κάλυψη («καλυπτήριο πρόχωμα»)
2. βιολ. φρ. α) «καλυπτήρια όργανα» — τα όργανα που καλύπτουν την επιφάνεια και τις κοιλότητες του σώματος
β) «καλυπτήριο σύστημα» — το περίβλημα του σώματος κάθε ζωντανού οργανισμού, το οποίο τον οριοθετεί και τον προστατεύει από το περιβάλλον του και ταυτόχρονα συντελεί στην επικοινωνία του με αυτό
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ καλυπτήριον
(γλώσσα) κάλυμμα, επίθεμα.