ἀφύσικος

From LSJ
Revision as of 13:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' (ῠ)<b class="num">1)" to "''' (ῠ)<br /><b class="num">1)")

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφύσικος Medium diacritics: ἀφύσικος Low diacritics: αφύσικος Capitals: ΑΦΥΣΙΚΟΣ
Transliteration A: aphýsikos Transliteration B: aphysikos Transliteration C: afysikos Beta Code: a)fu/sikos

English (LSJ)

[ῠ],

   A unphilosophical, unscientific, Arist. ap. S.E.M.10.46.    2 contrary to the laws of nature, ib.250.

German (Pape)

[Seite 416] ohne natürliche Anlagen, Diog. L. 7, 170.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφύσικος: [ῠ], ὁ μὴ παραδεχόμενος τὰ πορίσματα τῆς φυσικῆς ἐπιστήμης, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 250. ΙΙ. ὁ μὴ σύμφωνος τῇ φύσει, ὁ μὴ φυσικός, Θεοδώρητ.

Spanish (DGE)

-ον
1 antifísico de Parménides y Meliso, según Aristóteles, Arist.Fr.9 p.77 Ross, cf. S.E.M.10.250.
2 sobrenatural μυστηρίου εἴδησις Alex.Al.Ep.Alex.21.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀφύσικος, -ον)
αυτός που δεν είναι φυσικός, ο αντίθετος προς του νόμους της φύσης
νεοελλ.
1. προσποιητός, ασυνήθιστος
2. υπερβολικά μεγάλος
3. αυτός που έχει υπερβολικά μεγάλο πέος
4. αισχρός, βδελυρός
5. σεξουαλικά διεστραμμένος
6. άσχημος, δύσμορφος.

Russian (Dvoretsky)

ἀφύσικος: (ῠ)
1) не соответствующий законам природы, неестественный Sext.;
2) лишенный дарования, бездарный Diog. L.