ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
ἰξοβόλος, -ον (Α)1. αυτός που χτυπά με ιξωτικά καλάμια2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰξοβόλοςο ιξευτής, ο κυνηγός πτηνών με ιξόβεργα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιξός + -βόλος (< βάλλω) πρβλ. δισκο-βόλος, ιο-βόλος.