επαύξηση

From LSJ
Revision as of 15:14, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐπαύξησις) επαυξάνω
η περαιτέρω αύξηση («τὴν... τῶν τε μέτρων ἐπαύξησιν», Πλούτ.)
μσν.
γραμμ. το φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζεται αντί για βραχύ φωνήεν το αντίστοιχο μακρό (π.χ. αμείβω > αμοιβή), ιδίως στα παράγωγα, αλλιώς μετάπτωση
αρχ.
ωφέλεια («εἰς τὰς θυσίας δέκα τάλαντα καὶ τὴν ἐπαύξησιν τῶν πολιτῶν ἄλλα δέκα», Πολ.).