αστράγαλος
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
Greek Monolingual
ο (AM ἀστράγαλος)
1. κόκαλο του ταρσού, το σφυρόν, το κότσι
2. διακοσμητικό στοιχείο του ιωνικού και του κορινθιακού επιστυλίου
αρχ.
1. σπόνδυλος, κυρίως του τραχήλου
2. ο καρπός του χεριού
3. γυναικείο κόσμημα, σκουλαρίκι
4. πληθ. τα καλλίγραμμα πόδια
5. πληθ. το παιχνίδι με κότσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αστράγαλος προήλθε μέσω ενός επιθήματος σε λ-, από αρχαίο τύπο στον οποίο ανάγεται η λ. οστούν, όπου το αρχικό ο- τράπηκε σε α- με προληπτική αφομοίωση (πρβλ. οστακός αστακός), περιέχει δε θέμα σε r / n (πρβλ. όστρακον, όστρεον, αρχ. ινδ. γεν. asthnάh), το οποίο στον τ. αστράγαλος εμφανίζεται στη φωνηεντική μορφή του r (> ρα) με παρέκταση σε γ- (πρβλ. αρχ. ινδ. άsr-k- «αίμα»). Η λ. αστράγαλος απαντά αρχικά με σημασία «μικρό κόκαλο», ειδικότερα δε «τραχηλικός σπόνδυλος» Όμ., στον Ηρόδοτο όμως και στον Ξενοφώντα δηλώνει «το κοκαλάκι του ταρσού» (ιδίως για άλογα). Στον Όμηρο επίσης και στην Ιωνική-Αττική η λ. χαρακτηρίζει «το παιχνίδι με τους αστραγάλους, τα κότσια», απ' όπου προέκυψε η σημασία «διακοσμητικό στοιχείο κολώνας ιωνικού ρυθμού». Τέλος, ο τ. αστράγαλος χρησιμοποιείται για να δηλώσει είδος φυτού, ενώ το θηλ. αστραγάλη με σημασία «κοκαλάκι, κότσι» απαντά στον Ανακρέοντα και στον Ηρώνδα.
ΠΑΡ. αρχ. αστραγάλειος, αστραγαλίζω, αστραγαλίσκος, αστραγαλωτός
μσν.
αστραγαλώδης.
ΣΥΝΘ. αρχ. αστραγαλόμαντις
νεοελλ.
αστραγαλεκτομή, αστραγαλομαντεία].