ψόφιος
From LSJ
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
1. (για ζώο) νεκρός
2. (για πράγμ.) άψυχος
3. μτφ. (για πρόσ.) α) πολύ εξαντλημένος, εξουθενωμένος (α. «είμαι ψόφιος από την πείνα» β. «είμαι ψόφιος από την κούραση»)
β) νωθρός, μαλθακός ή δειλός, άτολμος.
επίρρ...
ψόφια Ν
(κυρίως μτφ.) αδύναμα ή άτολμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το επίθ. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το ρ. ψοφώ «πεθαίνω» (πρβλ. σαπίζω > σάπιος, βρομώ > βρόμιος), κατά τα επίθ. σε -ιος (πρβλ. άξιος, γνήσιος). Κατ' άλλη άποψη, το επίθ. έχει σχηματιστεί από το ουσ. ψόφος (ΙΙ) + κατάλ. -ιος (πρβλ. τιμή: τίμιος)].