λεκανομαντεία

From LSJ
Revision as of 15:25, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source

German (Pape)

[Seite 27] ἡ, das Wahrsagen aus der Schüssel, Sp.

Spanish

lecanomancia, adivinación por medio de un plato

Greek Monolingual

η (AM λεκανομαντεία)
είδος τεχνητής μαντείας με παρατήρηση του νερού μέσα σε λεκάνη ή της κίνησης και τών σχημάτων σταγόνων λαδιού ή της ακτινοβολίας «μαντικών» λίθων, λ.χ. τοπαζιού ή ζαφειριού, μέσα στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεκανόμαντις, οπότε και ορθότ. γραφή λεκανομαντία, ή λεκάνη + μαντεία > λεκανομαντεία].