σώχω
From LSJ
English (LSJ)
Ion. for ψώχω,
A rub to pieces, grind, Nic.Th.590, 696, Hsch.; cf. κατασώχω.
German (Pape)
[Seite 1062] weichere ion. Form statt ψώχω, reiben, zerreiben, s. κατασώχω.
Greek (Liddell-Scott)
σώχω: μαλακώτερος Ἰων. τύπος ἀντὶ τοῦ ψώχω, τρίβω, Νικ. Θηρ. 590, 696, Ἡσύχ.· - τὸ σύνθετον κατασώχω ἀπαντᾷ παρ’ Ἡροδ. 4. 75.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ψώχω.
Étymologie: DELG v. ψώχω.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. ψώχω.
Greek Monotonic
σώχω: Ιων. αντί ψώχω, τρίβω· πρβλ. κατα-σώχω.